χαλινώνω — χαλίνωσα, χαλινώθηκα, χαλινωμένος 1. βάζω χαλινό στο στόμα του αλόγου, το χαλιναρώνω. 2. συγκρατώ, αναχαιτίζω, περιορίζω … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
εγχαλινώ — ἐγχαλινῶ ( όω) (Α) 1. βάζω χαλινάρι, χαλινώνω 2. ( οῡμαι) τίθεμαι σε περιορισμό, αναχαιτίζομαι … Dictionary of Greek
περιχαλινώ — όω, Α (σχετικά με άλογο) περνώ χαλινό, βάζω χαλινό, χαλινώνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + χαλινῶ (< χαλινός)] … Dictionary of Greek
χαλιναρώνω — Ν [χαλινάρι] χαλινώνω … Dictionary of Greek
χαλινωτήρας — ο, Ν η στομίδα, το ενστόμισμα τού χαλινού, η χαβιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < χαλινώνω + κατάλ. τήρας*. Η λ., στον λόγιο τ. χαλινωτήρ, μαρτυρείται από το 1889 στην εφημερίδα Ακρόπολις] … Dictionary of Greek
χαλινωτής — ο, Ν αυτός που χαλινώνει τα άλογα. [ΕΤΥΜΟΛ. < χαλινώνω. Η λ. μαρτυρείται από το 1887 στην εφημερίδα Εφημερίς] … Dictionary of Greek
χαλινώ — όω, ΜΑ βλ. χαλινώνω … Dictionary of Greek
χαβώνω — χάβωσα, χαβώθηκα, χαβωμένος, χαλινώνω … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
χαλιναρώνω — βλ. χαλινώνω … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)