χαλινώνω

χαλινώνω
χαλινῶ, -όω, ΝΜΑ [χαλινός]
1. τοποθετώ χαλινάρι σε άλογο ή σε άλλο υποζύγιο (α. «χαλίνωσε το άλογο» β. «τοὺς ἵππους ἐχαλίνουν», Ξεν.)
2. μτφ. συγκρατώ, αναχαιτίζω, περιορίζω, χαλιναγωγώ (α. «δεν χαλίνωσε τις αδυναμίες του» β. «τὰ πάθη χαλινοῡντες», Μηναί.
γ. «χαλινοῡντες τὸ φιλόφωνον καὶ λάλον», Πλούτ.).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • χαλινώνω — χαλίνωσα, χαλινώθηκα, χαλινωμένος 1. βάζω χαλινό στο στόμα του αλόγου, το χαλιναρώνω. 2. συγκρατώ, αναχαιτίζω, περιορίζω …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • εγχαλινώ — ἐγχαλινῶ ( όω) (Α) 1. βάζω χαλινάρι, χαλινώνω 2. ( οῡμαι) τίθεμαι σε περιορισμό, αναχαιτίζομαι …   Dictionary of Greek

  • περιχαλινώ — όω, Α (σχετικά με άλογο) περνώ χαλινό, βάζω χαλινό, χαλινώνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + χαλινῶ (< χαλινός)] …   Dictionary of Greek

  • χαλιναρώνω — Ν [χαλινάρι] χαλινώνω …   Dictionary of Greek

  • χαλινωτήρας — ο, Ν η στομίδα, το ενστόμισμα τού χαλινού, η χαβιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < χαλινώνω + κατάλ. τήρας*. Η λ., στον λόγιο τ. χαλινωτήρ, μαρτυρείται από το 1889 στην εφημερίδα Ακρόπολις] …   Dictionary of Greek

  • χαλινωτής — ο, Ν αυτός που χαλινώνει τα άλογα. [ΕΤΥΜΟΛ. < χαλινώνω. Η λ. μαρτυρείται από το 1887 στην εφημερίδα Εφημερίς] …   Dictionary of Greek

  • χαλινώ — όω, ΜΑ βλ. χαλινώνω …   Dictionary of Greek

  • χαβώνω — χάβωσα, χαβώθηκα, χαβωμένος, χαλινώνω …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • χαλιναρώνω — βλ. χαλινώνω …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”